προσωποπαγής

προσωποπαγής
-ές, Ν
αυτός που συνυπάρχει με ένα πρόσωπο κατά αδιάσπαστο τρόπο (α. «προσωποπαγή δικαιώματα» — τα δικαιώματα που δεν μπορούν να μεταβιβαστούν σε άλλο πρόσωπο
β. «προσωποπαγές κόμμα» — το κόμμα που υπάρχει όχι χάρη στην κοινή ιδεολογία τών οπαδών του, αλλά χάρη στην αφοσίωσή τους στο πρόσωπο τού αρχηγού τους).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπο + -παγής (< θ. παγ- τού πήγνυμι, πρβλ. -πάγ-ην), πρβλ. ξυλο-παγής. Η λ. μαρτυρείται από το 1899 στην εφημερίδα Κορινθία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

  • σταυροπαγής — ές, Μ σταυρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι*), πρβλ. προσωποπαγής] …   Dictionary of Greek

  • ηθική βλάβη — (Νομ.). Η βλάβη που δημιουργείται με τη διατάραξη του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου από τον σωματικό και ψυχικό πόνο. Το δίκαιο καλύπτει την η.β. και προβλέπει τη χρηματική ικανοποίησή της υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Σύμφωνα με τις διατάξεις του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”