- προσωποπαγής
- -ές, Ναυτός που συνυπάρχει με ένα πρόσωπο κατά αδιάσπαστο τρόπο (α. «προσωποπαγή δικαιώματα» — τα δικαιώματα που δεν μπορούν να μεταβιβαστούν σε άλλο πρόσωποβ. «προσωποπαγές κόμμα» — το κόμμα που υπάρχει όχι χάρη στην κοινή ιδεολογία τών οπαδών του, αλλά χάρη στην αφοσίωσή τους στο πρόσωπο τού αρχηγού τους).[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπο + -παγής (< θ. παγ- τού πήγνυμι, πρβλ. ἐ-πάγ-ην), πρβλ. ξυλο-παγής. Η λ. μαρτυρείται από το 1899 στην εφημερίδα Κορινθία].
Dictionary of Greek. 2013.